ποδοκύτταρο

ποδοκύτταρο
το, Ν
1. βιολ. επιθηλιακό κύτταρο τής κάψας τού Μπάουμαν στα νεφρά
2. στον πληθ. τα ποδοκύτταρα
ανατ. επιθηλιακά κύτταρα που επικάθηνται με ποδοειδείς προσεκβολές στη βασική μεμβράνη τού έσω πετάλου τού βωμάνειου ελύτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podocyte < podo- (< πους, ποδός) + -cyte (< κύτος «κοιλότητα»), το οποίο στην ελλ. αποδίδεται με τον τ. κύτταρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”